- χαλκέλατος
- χαλκ-έλᾰτος, ον, poet. forA
χαλκήλατος, πέλεκυς Pi.O.7.36
;θάλαμοι AP5.216
(Paul.Sil.);σάλπιγξ Epigr.Gr.350
([place name] Nicaea); εἰκών ib.944 ([place name] Oenoanda).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκήλατος, πέλεκυς Pi.O.7.36
;θάλαμοι AP5.216
(Paul.Sil.);σάλπιγξ Epigr.Gr.350
([place name] Nicaea); εἰκών ib.944 ([place name] Oenoanda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκέλατος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαλκήλατος … Dictionary of Greek
χαλκελάτοις — χαλκέλατος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκελάτου — χαλκέλατος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκελάτους — χαλκέλατος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκελάτῳ — χαλκέλατος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek